κοττοβολώ

κοττοβολώ
κοττοβολῶ, -έω (Α)
ασκώ μαντεία παρατηρώντας πτηνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόττος «πετεινός» + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο-βολώ, κεραυνο-βολώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”